πυρίγληνος: Difference between revisions

35
(6_18)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῠρίγληνος''': -ον, ὁ ἔχων πυρίνους ὀφθαλμούς, Ὀππ. Κυν. 9. 37, Ὀρφ. Λιθ. 651, κτλ.
|lstext='''πῠρίγληνος''': -ον, ὁ ἔχων πυρίνους ὀφθαλμούς, Ὀππ. Κυν. 9. 37, Ὀρφ. Λιθ. 651, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει φλογερά, σπινθηροβόλα μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[γλήνη]] «[[κόρη]] του οφθαλμού, [[οφθαλμός]]»].
}}
}}