πυρίγληνος

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρῐγληνος Medium diacritics: πυρίγληνος Low diacritics: πυρίγληνος Capitals: ΠΥΡΙΓΛΗΝΟΣ
Transliteration A: pyríglēnos Transliteration B: pyriglēnos Transliteration C: pyriglinos Beta Code: puri/glhnos

English (LSJ)

πυρίγληνον, fiery-eyed, Opp.C.3.97, Orph.L.657, etc.

German (Pape)

[Seite 822] mit feurigen Augen; λέοντες, Opp. Cyn. 3, 97; Man. 3, 182; Nonn. D. 12, 8 u. a. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίγληνος: -ον, ὁ ἔχων πυρίνους ὀφθαλμούς, Ὀππ. Κυν. 9. 37, Ὀρφ. Λιθ. 651, κτλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει φλογερά, σπινθηροβόλα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + γλήνη «κόρη του οφθαλμού, οφθαλμός»].