πυρίγληνος
From LSJ
English (LSJ)
πυρίγληνον, fiery-eyed, Opp.C.3.97, Orph.L.657, etc.
German (Pape)
[Seite 822] mit feurigen Augen; λέοντες, Opp. Cyn. 3, 97; Man. 3, 182; Nonn. D. 12, 8 u. a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίγληνος: -ον, ὁ ἔχων πυρίνους ὀφθαλμούς, Ὀππ. Κυν. 9. 37, Ὀρφ. Λιθ. 651, κτλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει φλογερά, σπινθηροβόλα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + γλήνη «κόρη του οφθαλμού, οφθαλμός»].