πωλητικός: Difference between revisions

35
(6_11)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πωλητικός''': -ή, -όν, ὁ παρέχων εἰς πώλησιν, τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν, τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦ πωλεῖν τὴν ἀρετὴν (τὴν ὑπεροχήν), Πλάτ. Σοφιστ. 224D. Ἐπίρρ. -κῶς.
|lstext='''πωλητικός''': -ή, -όν, ὁ παρέχων εἰς πώλησιν, τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν, τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦ πωλεῖν τὴν ἀρετὴν (τὴν ὑπεροχήν), Πλάτ. Σοφιστ. 224D. Ἐπίρρ. -κῶς.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πωλητός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[πώληση]]<br /><b>2.</b> αυτός που προσφέρει [[κάτι]] για [[πώληση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν» — το [[επάγγελμα]] του να πουλάει [[κανείς]] την [[αρετή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πωλητικῶς</i> Α<br />με πωλητικό τρόπο.
}}
}}