3,277,002
edits
(6_11) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πωλητικός''': -ή, -όν, ὁ παρέχων εἰς πώλησιν, τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν, τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦ πωλεῖν τὴν ἀρετὴν (τὴν ὑπεροχήν), Πλάτ. Σοφιστ. 224D. Ἐπίρρ. -κῶς. | |lstext='''πωλητικός''': -ή, -όν, ὁ παρέχων εἰς πώλησιν, τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν, τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦ πωλεῖν τὴν ἀρετὴν (τὴν ὑπεροχήν), Πλάτ. Σοφιστ. 224D. Ἐπίρρ. -κῶς. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πωλητός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[πώληση]]<br /><b>2.</b> αυτός που προσφέρει [[κάτι]] για [[πώληση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν» — το [[επάγγελμα]] του να πουλάει [[κανείς]] την [[αρετή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πωλητικῶς</i> Α<br />με πωλητικό τρόπο. | |||
}} | }} |