Anonymous

πωλητικός: Difference between revisions

From LSJ
4
(35)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πωλητός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[πώληση]]<br /><b>2.</b> αυτός που προσφέρει [[κάτι]] για [[πώληση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν» — το [[επάγγελμα]] του να πουλάει [[κανείς]] την [[αρετή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πωλητικῶς</i> Α<br />με πωλητικό τρόπο.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πωλητός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[πώληση]]<br /><b>2.</b> αυτός που προσφέρει [[κάτι]] για [[πώληση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν» — το [[επάγγελμα]] του να πουλάει [[κανείς]] την [[αρετή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πωλητικῶς</i> Α<br />με πωλητικό τρόπο.
}}
{{elru
|elrutext='''πωλητικός:''' продажный, торговый Plat.
}}
}}