ῥοπή: Difference between revisions

9,471 bytes added ,  29 September 2017
36
(Bailly1_4)
(36)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> inclinaison, action d’incliner, de pencher, <i>en gén.</i> mouvement de haut en bas ; <i>particul.</i> inclinaison d’une balance : διαστρέφειν τὴν ῥοπήν PLUT fausser l’inclinaison d’une balance;<br /><b>2</b> impulsion de haut en bas, <i>particul.</i> impulsion d’une balance ; <i>fig.</i> cause <i>ou</i> circonstance déterminante, moment critique : μικραὶ δυνάμεις μεγάλας [[τὰς]] ῥοπὰς ἐποίησαν ISOCR de petites influences ont déterminé de grandes décisions ; [[ἐν]] ῥοπῇ τοιᾷδε κείμενος SOPH se trouvant dans cette situation critique ; ἐπὶ μιᾶς ῥοπῆς [[εἶναι]] THC n’avoir qu’une chance à courir ; ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς EUR sous une influence légère, pour un rien ; [[ῥοπή]] μοι βίου SOPH le moment suprême de ma vie;<br /><b>3</b> ce qui détermine l’impulsion, poids : [[ὡς]] τοῖσδε καὶ δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ ESCHL de manière à égaler deux fois leur poids ; ῥοπὴν ἔχειν DÉM avoir du poids, n’être pas sans importance <i>ou</i> sans influence ; [[οὐ]] μικράν τινα αὐτῶν ῥοπὴν [[εἶναι]] καὶ παρόντων καὶ ἀπόντων XÉN leur poids n’était pas petit, <i>càd</i> il importait beaucoup, qu’ils fussent présents <i>ou</i> absents ; μεγάλη [[ἔσται]] ῥοπὴ [[εἰ]] ISOCR il importera grandement que.<br />'''Étymologie:''' [[ῥέπω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> inclinaison, action d’incliner, de pencher, <i>en gén.</i> mouvement de haut en bas ; <i>particul.</i> inclinaison d’une balance : διαστρέφειν τὴν ῥοπήν PLUT fausser l’inclinaison d’une balance;<br /><b>2</b> impulsion de haut en bas, <i>particul.</i> impulsion d’une balance ; <i>fig.</i> cause <i>ou</i> circonstance déterminante, moment critique : μικραὶ δυνάμεις μεγάλας [[τὰς]] ῥοπὰς ἐποίησαν ISOCR de petites influences ont déterminé de grandes décisions ; [[ἐν]] ῥοπῇ τοιᾷδε κείμενος SOPH se trouvant dans cette situation critique ; ἐπὶ μιᾶς ῥοπῆς [[εἶναι]] THC n’avoir qu’une chance à courir ; ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς EUR sous une influence légère, pour un rien ; [[ῥοπή]] μοι βίου SOPH le moment suprême de ma vie;<br /><b>3</b> ce qui détermine l’impulsion, poids : [[ὡς]] τοῖσδε καὶ δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ ESCHL de manière à égaler deux fois leur poids ; ῥοπὴν ἔχειν DÉM avoir du poids, n’être pas sans importance <i>ou</i> sans influence ; [[οὐ]] μικράν τινα αὐτῶν ῥοπὴν [[εἶναι]] καὶ παρόντων καὶ ἀπόντων XÉN leur poids n’était pas petit, <i>càd</i> il importait beaucoup, qu’ils fussent présents <i>ou</i> absents ; μεγάλη [[ἔσται]] ῥοπὴ [[εἰ]] ISOCR il importera grandement que.<br />'''Étymologie:''' [[ῥέπω]].
}}
{{grml
|mltxt=η / [[ῥοπή]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το να ρέπει [[κάτι]], το να παρουσιάζει [[φορά]] [[προς]] τα [[κάτω]], η [[κλίση]] [[προς]] τα [[κάτω]] (α. «τῷ μείζονι βάρει καὶ ῥοπὴ [[πλείων]] παρέπεται», Φίλ.<br />β. «[[μέχρι]] τοῡ μέσου τὴν ῥοπὴν ἔχειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[τάση]], η [[κλίση]] [[προς]] [[κάτι]] από [[προδιάθεση]] ή από έξη (α. «είχε τη [[ροπή]] [[προς]] τη [[χαρτοπαιξία]]» β. «ἡ [[ἀπαιδευσία]] πολλὴν ἐνδίδωσι ῥοπὴν εἰς ἀδικίαν», Κλήμ. Αλ.<br />γ. «[[παραφυλακτέον]]... ἡμῑν [[μάλιστα]] τοῑς ἐν Χριστῷ τὴν εἰς τὰ φαῡλα ῥοπὴν», Κύ ριλλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> η [[τάση]] που έχει μία [[δύναμη]] να περιστρέψει το [[σώμα]] [[πάνω]] στο οποίο ασκείται [[γύρω]] από ένα [[σημείο]] ή έναν άξονα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ροπή]] δύναμης [[γύρω]] από ένα [[σημείο]]»<br /><b>φυσ.</b> διανυσματικό [[μέγεθος]] του οποίου η [[διεύθυνση]] [[είναι]] κάθετη στο επίπεδο που ορίζουν το [[σημείο]] και η [[δύναμη]], το [[μέτρο]] του ισούται με το γινόμενο του μέτρου της δύναμης επί την κάθετη [[απόσταση]] του σημείου από τον φορέα της δύναμης και η [[φορά]] του προσδιορίζεται από τον κανόνα του δεξιόστροφου κοχλία<br />β) «μαγνητική [[ροπή]] μαγνήτη» — το γινόμενο της ποσότητας μαγνητισμού ενός από τους πόλους του μαγνήτη επί την [[απόσταση]] [[μεταξύ]] τών πόλων<br />γ) «μαγνητική [[ροπή]] κυκλώματος» — η [[ροπή]] του μαγνήτη του ισοδύναμου [[προς]] το [[κύκλωμα]] ευθύγραμμου μαγνήτη<br />δ) «μαγνητική [[ροπή]] ατόμου» — η [[συνισταμένη]] τών μαγνητικών ροπών τών στοιχειωδών ηλεκτρονικών ρευμάτων του ατόμου<br />ε) «ηλεκτρική [[ροπή]]»<br /><b>φυσ.</b> η [[ροπή]] ηλεκτρικού διπόλου<br />στ) «[[ροπή]] ηλεκτρικού διπόλου<br /><b>φυσ.</b> το γινόμενο ενός από τα ίσα ηλεκτρικά φορτία του διπόλου επί την [[απόσταση]] [[μεταξύ]] τών φορτίων, αλλ. ηλεκτρική [[ροπή]]<br />ζ) «[[ροπή]] αδράνειας ως [[προς]] κινητό ή ακίνητο άξονα»<br /><b>φυσ.</b> το [[μέτρο]] της στροφικής αδράνειας ενός σώματος, [[δηλαδή]] της αντίδρασης που εμφανίζει το [[σώμα]] στις αλλαγές της στροφικής του ταχύτητας που επιχειρούνται με την [[εφαρμογή]] ροπής και το οποίο ποσοτικά [[είναι]] ίσο με το [[άθροισμα]] τών γινομένων της μάζας [[κάθε]] στοιχειώδους τμήματος του σώματος επί την απόστασή του από τον θεωρούμενο άξονα<br />η) «[[ροπή]] διανύσματος ως [[προς]] άξονα» — η [[ροπή]] της προβολής του διανύσματος επί επίπεδο κάθετο [[προς]] τον άξονα και του κάθετου επιπέδου<br />θ) «[[ροπή]] ζεύγους δυνάμεων»<br /><b>φυσ.</b> διανυσματικό [[μέγεθος]] με [[μέτρο]] το γινόμενο μιας δύναμης του ζεύγους επί την [[μεταξύ]] τους [[απόσταση]]<br />ι) «[[ροπή]] [[προς]] εισαγωγές»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τάση]] που έχει μια [[οικονομία]] να εισάγει προϊόντα από το εξωτερικό και η οποία [[κατά]] τον [[μέσον]] όρο ισούται με τον λόγο τών εισαγωγών [[προς]] το [[εισόδημα]] ή το [[ποσοστό]] του εισοδήματος που αντιστοιχεί στις εισαγωγές<br />ια) «[[ροπή]] [[προς]] [[αποταμίευση]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τάση]] μιας οικονομικής μονάδας, λ.χ. ατόμου, επιχείρησης ή χώρας, να αποταμιεύει [[μέρος]] του εισοδήματός της και η οποία [[κατά]] [[μέσο]] όρο ισούται με τον λόγο της αποταμίευσης [[προς]] το [[εισόδημα]]<br />ιβ) «[[ροπή]] [[προς]] [[κατανάλωση]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τάση]] για [[διενέργεια]] καταναλωτικών δαπανών που υπάρχει σε μια [[οικονομία]] και η οποία [[κατά]] [[μέσο]] όρο ισούται με τον λόγο της κατανάλωσης [[προς]] το [[εισόδημα]]<br />ιγ) «[[ροπή]] [[προς]] [[επένδυση]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τάση]] που υπάρχει σε μια [[οικονομία]] για [[διενέργεια]] επενδύσεων και η οποία [[κατά]] [[μέσο]] όρο ισούται με τον λόγο τών επενδύσεων [[προς]] το [[εισόδημα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προκαταβολή]] που εκπίπτει από την τελική [[πληρωμή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[στιγμή]] [[κατά]] την οποία γέρνει η [[ζυγαριά]] [[προς]] ένα [[μέρος]], η κρίσιμη, η αποφασιστική [[στιγμή]] (α. «ῥοπὴ δ' ἐπισκοπεῑ δίκαι ταχεῑα τοὺς μὲν ἐν φάει, τὰ δ' ἐν μεταιχμίῳ σκότου», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ὑμεῑς ἀσθενεῑς τε καὶ ἐπὶ ῥοπῆς μιᾱς ὄντες», <b>Θουκ.</b><br />γ. «τρυτάνης θεοῡ ἀηττήτου ἀήττητον ἔχων ῥοπήν», Μ. Βασ.)<br /><b>2.</b> απότομη [[τροπή]] της πορείας τών πραγμάτων, ριζική [[μεταβολή]] [[μέσα]] σε μια [[στιγμή]] (α. «[[σῶμα]] νοσῶδες μικρᾱς ῥοπῆς... δεῑται προσλαβέσθαι πρὸς τὸ κάμνειν», <b>Πλάτ.</b><br />β. «μία ῥοπὴ καὶ ταῡτα [[πάντα]] [[θάνατος]] διαδέχεται», Νεκρ. Ακολ.)<br /><b>3.</b> η [[στιγμή]] του θανάτου (α. «ὑστάτην βίου ῥοπὴν αὐτοῑς ἐκείνην δόξαντες [[εἶναι]]», ΠΔ<br />β. «ῥοπὴ βίου μου», <b>Σοφ.</b><br />γ. «[[ῥοπή]] 'στιν ἡμῶν ὁ [[βίος]]», Μέν.)<br /><b>4.</b> αποφασιστικής σημασίας [[επίδραση]], [[βοήθεια]] («μηδεμιᾱς ἀπολαῡσαι φιλανθρωπίας, [[μηδὲ]] ροπῆς, [[μηδὲ]] βοηθείας», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>5.</b> η [[θεία]] [[βοήθεια]], η [[θεία]] [[πρόνοια]] («οὐκ ἀρκεῑ [[προθυμία]] ἀνθρώπου, ἄν μὴ τῆς ἄνωθέν τις ἀπολαύσῃ ῥοπῆς», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έκβαση]], [[αποτέλεσμα]] (α. «τὴν ναυμαχίαν τὴν ποιήσασαν ῥοπὴν ἄπαντος τοῡ πολέμου», Ισοκρ.<br />β. «μεγάλην γὰρ ἔσεσθαι τὴν ῥοπήν, εἰ [[μετὰ]] Λακεδαιμονίων ἡ τούτων γενήσεται [[πόλις]]», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> [[ενίσχυση]], [[τόνωση]], [[δυνάμωμα]] («εἰς ἑκάτερα τὰ μέρη ῥοπὰς λαμβάνοντα τὸν πόλεμον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συμβολή]], [[σημασία]] («ἡ τῶν ἐπιβατῶν [[εὐψυχία]] πλείστην παρέχεται ῥοπὴν εἰς τὸ νικᾱν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> [[επίδραση]], [[επενέργεια]] («τοιάδ<br />ἐπ' αὐτοὺς ἦλθε συμφορὰ πάθους, ὡς τοῑσδε καὶ δὶς ἀντισηκῶσαι [[ῥοπή]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[διαστρέφω]] τὴν ῥοπὴν» — [[διαταράσσω]] την [[ισορροπία]]<br />β) «ῥοπὴν ἔχω» — [[ασκώ]] [[επίδραση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥοπ</i>- του [[ῥέπω]]].
}}
}}