3,274,214
edits
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥοπή''': ἡ, ([[ῥέπω]]) [[κλίσις]] πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[σοῦς]] ([[ὅπερ]] σημαίνει κίνησιν πρὸς τὰ ἄνω)· [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς ῥοπῆς τῆς πλάστιγγος (πρβλ. αντισηκόω II), Αἰσχύλ. Πέρσ. 437· ῥοπὴν ἔχειν [[μέχρι]] τινός..., Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 14· ῥ. ποιεῖν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 4, 7· ἁ γᾶ ἐπὶ τᾶς αὐτᾶς ῥοπᾶς ἐρήρειται, ἐν ἰσορροπίᾳ, Τίμ. Λοκρ. 97· διαφέρειν τὴν ῥ., διαταράττειν αὐτήν, Πλουτ. Κάμιλλ. 28· ἔχειν ῥοπὴν μνᾶς [[πέντε]], κτλ., ἔχειν βάρος, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 35, κ. ἀλλ. 2) μεταφορ., ἡ [[κλίσις]] τῆς πλάστιγγος, ἡ [[κρίσιμος]] [[στιγμή]], ἐξ ἧς θὰ ἀποφασισθῇ ἡ [[ἔκβασις]], Λατ. momentum, ἃ δ’ ἔχεται ῥοπᾶς (δηλ. ἡ [[πόλις]]), διατελεῖ ἐν κρισίμῳ στιγμῇ ὡς πρὸς τὴν ἑαυτῆς τύχην, Ἀριστοφ. Σφ. 1235· ῥοπὴ δ’ ἐπισκοπεῖ δίκας ταχεῖα τοὺς μὲν ἐν φάει κτλ., «ἡ δὲ τῆς δίκης ῥοπὴ τοὺς μὲν ἐπισκοπεῖ [[ταχέως]] καὶ ἀμύνεται» κτλ. (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Χο. 61, πρβλ. Ἀγ. 250· ἐν οὖν ῥοπῇ τοιᾷδε κειμένῳ Σοφ. Τρ. 82· οἱ ποντοναῦται ... λεπταῖς ἐπὶ ῥοπαῖσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραπίπτοντες, διακινδυνεύοντες μεγάλα φορτία εἰς μικρὰς τῆς τύχης ῥοπάς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 499· οὕτω, σμικρὰ παλαιὰ σώματ’ εὐνάζει [[ῥοπή]], μικρὰ τροπὴ καταρρίπτει αὐτά, τὰ ἀποτελειώνει, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 961· δέδορκε φῶς ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς, ἐπὶ ἀνθρώπου ἐγγίζοντος εἰς τὸν θάνατον, Εὐρ. Ἱππ. 1163· [[βλέπω]] δύο ῥοπάς· ἢ γὰρ θανεῖν δεῖ ἢ ... ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1090· ἐπὶ ῥοπῆς μιᾶς ὄντες, ἐξαρτώμενοι ἐκ τῆς ἐλαχίστης τροπῆς τῶν περιστάσεων, δηλ. εὑρισκόμενοι εἰς κρίσιμον κατάστασιν, Θουκ. 5. 103 [[σῶμα]] νοσῶδες μικρᾶς ῥοπῆς ... δεῖται προσλαβέσθαι πρὸς τὸ κάμνειν Πλάτ. Πολ. 556Ε· ῥ. βίου μοι, τὸ [[σημεῖον]] τῆς τροπῆς ἢ καταστροφῆς τοῦ βίου, ὁ [[θάνατος]], Σοφ. Ο. Κ. 1508· ῥ. ’στιν ἡμῶν ὁ [[βίος]] Μενάνδρου Μονόστ. 465· μεγάλας τὰς ῥοπὰς ποιεῖν Ἰσοκρ. 69C· μεγάλην ἔσεσθαι ῥοπήν, εἰ .. ἢ .. γενήσεται ὁ αὐτ. 302Ε, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 2, 14· ναυμαχίαν τὴν ποιήσασαν ῥοπὴν ἅπαντος τοῦ πολέμου, τὴν ἀποφασίσασαν τὴν τύχην ὅλου τοῦ πολέμου. Ἰσοκρ. 242Ε, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 4. 11, 10· πλείστην ῥ. παρέχεσθαι εἴς τι Πολύβ. 6. 52, 9· λαμβάνειν ῥοπὰς εἰς ἑκάτερα τὰ μέρη ὁ αὐτ. 1. 20, 7, πρβλ. 6. 10, 10· ῥοπὰς διδόναι ταῖς αὑτῶν πατρίσι, νὰ λαμβάνωσι τὸ [[μέρος]] τῶν πατρίδων αὑτῶν. ὁ αὐτ. 16. 14, 6. ΙΙ. τὸ προξενοῦν ῥοπὴν πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἀριστ. Μηχαν. 2, 3., 32. 1, π. Οὐρ. 4. 1, 1, κ. ἀλλ.· μεταφορικῶς, ἐπίδρασις, ἐπενέργεια, «[[ἐπιρροή]]», [[μεγάλη]] γὰρ [[ῥοπή]], [[μᾶλλον]] δὲ ὅλον, ἡ [[τύχη]] παρὰ πάντα ἐστὶ τὰ πράγματα Δημ. 24. 14· ῥοπὴν ἔχω, ἐξασκῶ ἐπίδρασιν, «ἐπιρροήν», ἔχω βαρύτητα, ὁ αὐτ. 154. 18· ἔχειν [[βρῖθος]] καὶ ῥ. πρὸς τον βίον Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 11, 3, πρβλ. 1. 2, 3., 1. 7, 21., 10. 1, 1. | |lstext='''ῥοπή''': ἡ, ([[ῥέπω]]) [[κλίσις]] πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[σοῦς]] ([[ὅπερ]] σημαίνει κίνησιν πρὸς τὰ ἄνω)· [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς ῥοπῆς τῆς πλάστιγγος (πρβλ. αντισηκόω II), Αἰσχύλ. Πέρσ. 437· ῥοπὴν ἔχειν [[μέχρι]] τινός..., Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 14· ῥ. ποιεῖν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 4, 7· ἁ γᾶ ἐπὶ τᾶς αὐτᾶς ῥοπᾶς ἐρήρειται, ἐν ἰσορροπίᾳ, Τίμ. Λοκρ. 97· διαφέρειν τὴν ῥ., διαταράττειν αὐτήν, Πλουτ. Κάμιλλ. 28· ἔχειν ῥοπὴν μνᾶς [[πέντε]], κτλ., ἔχειν βάρος, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 35, κ. ἀλλ. 2) μεταφορ., ἡ [[κλίσις]] τῆς πλάστιγγος, ἡ [[κρίσιμος]] [[στιγμή]], ἐξ ἧς θὰ ἀποφασισθῇ ἡ [[ἔκβασις]], Λατ. momentum, ἃ δ’ ἔχεται ῥοπᾶς (δηλ. ἡ [[πόλις]]), διατελεῖ ἐν κρισίμῳ στιγμῇ ὡς πρὸς τὴν ἑαυτῆς τύχην, Ἀριστοφ. Σφ. 1235· ῥοπὴ δ’ ἐπισκοπεῖ δίκας ταχεῖα τοὺς μὲν ἐν φάει κτλ., «ἡ δὲ τῆς δίκης ῥοπὴ τοὺς μὲν ἐπισκοπεῖ [[ταχέως]] καὶ ἀμύνεται» κτλ. (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Χο. 61, πρβλ. Ἀγ. 250· ἐν οὖν ῥοπῇ τοιᾷδε κειμένῳ Σοφ. Τρ. 82· οἱ ποντοναῦται ... λεπταῖς ἐπὶ ῥοπαῖσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραπίπτοντες, διακινδυνεύοντες μεγάλα φορτία εἰς μικρὰς τῆς τύχης ῥοπάς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 499· οὕτω, σμικρὰ παλαιὰ σώματ’ εὐνάζει [[ῥοπή]], μικρὰ τροπὴ καταρρίπτει αὐτά, τὰ ἀποτελειώνει, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 961· δέδορκε φῶς ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς, ἐπὶ ἀνθρώπου ἐγγίζοντος εἰς τὸν θάνατον, Εὐρ. Ἱππ. 1163· [[βλέπω]] δύο ῥοπάς· ἢ γὰρ θανεῖν δεῖ ἢ ... ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1090· ἐπὶ ῥοπῆς μιᾶς ὄντες, ἐξαρτώμενοι ἐκ τῆς ἐλαχίστης τροπῆς τῶν περιστάσεων, δηλ. εὑρισκόμενοι εἰς κρίσιμον κατάστασιν, Θουκ. 5. 103 [[σῶμα]] νοσῶδες μικρᾶς ῥοπῆς ... δεῖται προσλαβέσθαι πρὸς τὸ κάμνειν Πλάτ. Πολ. 556Ε· ῥ. βίου μοι, τὸ [[σημεῖον]] τῆς τροπῆς ἢ καταστροφῆς τοῦ βίου, ὁ [[θάνατος]], Σοφ. Ο. Κ. 1508· ῥ. ’στιν ἡμῶν ὁ [[βίος]] Μενάνδρου Μονόστ. 465· μεγάλας τὰς ῥοπὰς ποιεῖν Ἰσοκρ. 69C· μεγάλην ἔσεσθαι ῥοπήν, εἰ .. ἢ .. γενήσεται ὁ αὐτ. 302Ε, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 2, 14· ναυμαχίαν τὴν ποιήσασαν ῥοπὴν ἅπαντος τοῦ πολέμου, τὴν ἀποφασίσασαν τὴν τύχην ὅλου τοῦ πολέμου. Ἰσοκρ. 242Ε, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 4. 11, 10· πλείστην ῥ. παρέχεσθαι εἴς τι Πολύβ. 6. 52, 9· λαμβάνειν ῥοπὰς εἰς ἑκάτερα τὰ μέρη ὁ αὐτ. 1. 20, 7, πρβλ. 6. 10, 10· ῥοπὰς διδόναι ταῖς αὑτῶν πατρίσι, νὰ λαμβάνωσι τὸ [[μέρος]] τῶν πατρίδων αὑτῶν. ὁ αὐτ. 16. 14, 6. ΙΙ. τὸ προξενοῦν ῥοπὴν πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἀριστ. Μηχαν. 2, 3., 32. 1, π. Οὐρ. 4. 1, 1, κ. ἀλλ.· μεταφορικῶς, ἐπίδρασις, ἐπενέργεια, «[[ἐπιρροή]]», [[μεγάλη]] γὰρ [[ῥοπή]], [[μᾶλλον]] δὲ ὅλον, ἡ [[τύχη]] παρὰ πάντα ἐστὶ τὰ πράγματα Δημ. 24. 14· ῥοπὴν ἔχω, ἐξασκῶ ἐπίδρασιν, «ἐπιρροήν», ἔχω βαρύτητα, ὁ αὐτ. 154. 18· ἔχειν [[βρῖθος]] καὶ ῥ. πρὸς τον βίον Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 11, 3, πρβλ. 1. 2, 3., 1. 7, 21., 10. 1, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> inclinaison, action d’incliner, de pencher, <i>en gén.</i> mouvement de haut en bas ; <i>particul.</i> inclinaison d’une balance : διαστρέφειν τὴν ῥοπήν PLUT fausser l’inclinaison d’une balance;<br /><b>2</b> impulsion de haut en bas, <i>particul.</i> impulsion d’une balance ; <i>fig.</i> cause <i>ou</i> circonstance déterminante, moment critique : μικραὶ δυνάμεις μεγάλας [[τὰς]] ῥοπὰς ἐποίησαν ISOCR de petites influences ont déterminé de grandes décisions ; [[ἐν]] ῥοπῇ τοιᾷδε κείμενος SOPH se trouvant dans cette situation critique ; ἐπὶ μιᾶς ῥοπῆς [[εἶναι]] THC n’avoir qu’une chance à courir ; ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς EUR sous une influence légère, pour un rien ; [[ῥοπή]] μοι βίου SOPH le moment suprême de ma vie;<br /><b>3</b> ce qui détermine l’impulsion, poids : [[ὡς]] τοῖσδε καὶ δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ ESCHL de manière à égaler deux fois leur poids ; ῥοπὴν ἔχειν DÉM avoir du poids, n’être pas sans importance <i>ou</i> sans influence ; [[οὐ]] μικράν τινα αὐτῶν ῥοπὴν [[εἶναι]] καὶ παρόντων καὶ ἀπόντων XÉN leur poids n’était pas petit, <i>càd</i> il importait beaucoup, qu’ils fussent présents <i>ou</i> absents ; μεγάλη [[ἔσται]] ῥοπὴ [[εἰ]] ISOCR il importera grandement que.<br />'''Étymologie:''' [[ῥέπω]]. | |||
}} | }} |