3,277,019
edits
(Bailly1_4) |
(36) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> sambuque, <i>sorte de harpe triangulaire</i>;<br /><b>2</b> machine de siège flottante en forme de sambuque.<br />'''Étymologie:''' syr. sabkâ, avec insertion d’un m. | |btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> sambuque, <i>sorte de harpe triangulaire</i>;<br /><b>2</b> machine de siège flottante en forme de sambuque.<br />'''Étymologie:''' syr. sabkâ, avec insertion d’un m. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ<br />έγχορδο οξύφθογγο μουσικό όργανο τών αρχαίων, τριγωνικού σχήματος, [[είδος]] άρπας με [[τέσσερεις]] ή και περισσότερες χορδές το οποίο χρησιμοποιήθηκε [[κυρίως]] στην Συρία, στην [[Φοινίκη]] και στην Αίγυπτο, [[αλλά]] ήλθε και στην [[Ελλάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στους Ρωμαίους) [[είδος]] πολιορκητικής μηχανής με [[σχήμα]] παρόμοιο με το [[παραπάνω]] μουσικό όργανο και, ειδικότερα, [[κλίμακα]] που τήν ανύψωναν με τροχαλίες και [[σχοινιά]] από τα πλοία ή άλλα μεταφορικά [[μέσα]] και στην [[συνέχεια]] τήν προσαρτούσαν στο πολιορκούμενο [[τείχος]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> η [[σαμβυκίστρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>sambuca</i>]. | |||
}} | }} |