σανίδωμα: Difference between revisions

36
(Bailly1_4)
(36)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />plancher.<br />'''Étymologie:''' [[σανιδόω]].
|btext=ατος (τό) :<br />plancher.<br />'''Étymologie:''' [[σανιδόω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[σανιδῶ]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σανιδώνω]], η [[επίστρωση]], η [[επικάλυψη]] με σανίδες, [[σανίδωση]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> α) [[πάτωμα]] από σανίδες<br />β) οι σανίδες που χρησιμοποιούνται για την [[επίστρωση]] πατώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]]) το [[κατάστρωμα]] πλοίου («τῶν μακρῶν πλοίων σανιδώματα», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> επικλινές [[τραπέζι]] κατασκευασμένο από σανίδες.
}}
}}