3,253,652
edits
(Bailly1_4) |
(36) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />plancher.<br />'''Étymologie:''' [[σανιδόω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />plancher.<br />'''Étymologie:''' [[σανιδόω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΑ [[σανιδῶ]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σανιδώνω]], η [[επίστρωση]], η [[επικάλυψη]] με σανίδες, [[σανίδωση]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> α) [[πάτωμα]] από σανίδες<br />β) οι σανίδες που χρησιμοποιούνται για την [[επίστρωση]] πατώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]]) το [[κατάστρωμα]] πλοίου («τῶν μακρῶν πλοίων σανιδώματα», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> επικλινές [[τραπέζι]] κατασκευασμένο από σανίδες. | |||
}} | }} |