σαπρόφιλος: Difference between revisions

36
(6_15)
(36)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαπρόφῐλος''': -ον, (σαπρὸς ΙΙΙ) ὁ ἀγαπῶν τοὺς ψευδεῖς καὶ πλημμελεῖς φθόγγους, τὰς κακοφωνίας, Ἀρχ. Μουσ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 325.
|lstext='''σαπρόφῐλος''': -ον, (σαπρὸς ΙΙΙ) ὁ ἀγαπῶν τοὺς ψευδεῖς καὶ πλημμελεῖς φθόγγους, τὰς κακοφωνίας, Ἀρχ. Μουσ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 325.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σαπρόφιλος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> [[χαρακτηρισμός]] οργανισμού που αναπτύσσεται σε οργανικές ουσίες οι οποίες βρίσκονται σε [[αποσύνθεση]] και από τις οποίες αντλεί τις θρεπτικές του ουσίες<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σαπρόφιλα</i><br /><b>ζωολ.</b> οργανισμοί που ζουν και αναπτύσσονται σε οργανικές ουσίες οι οποίες βρίσκονται σε [[αποσύνθεση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που του αρέσουν οι ψευδείς και πλημμελείς φθόγγοι, οι κακοφωνίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σαπρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φιλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φίλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πονηρό</i>-<i>φιλος</i>, <i>χρηστό</i>-<i>φιλος</i>. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>saprophile</i>].
}}
}}