σαπρόστομος: Difference between revisions

36
(6_18)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαπρόστομος''': -ον, ὁ ἔχων τὴν πνοὴν τοῦ στόματος βρωμεράν, βρωμόστομος, Στοβ. 72. 53.
|lstext='''σαπρόστομος''': -ον, ὁ ἔχων τὴν πνοὴν τοῦ στόματος βρωμεράν, βρωμόστομος, Στοβ. 72. 53.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός του οποίου το [[στόμα]] αναδίδει δυσάρεστη [[οσμή]], που πάσχει από [[κακοσμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σαπρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>αυθαδό</i>-<i>στομος</i>, [[κακό]]-<i>στομος</i>].
}}
}}