σάρπη: Difference between revisions

36
(6_10)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σάρπη''': ἡ, καὶ σαρπίον, τό, = [[σάλπη]] (ὃ ἴδε), Α. Β. 794· σαρπὶς ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ [[σάρπος]] ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 466.
|lstext='''σάρπη''': ἡ, καὶ σαρπίον, τό, = [[σάλπη]] (ὃ ἴδε), Α. Β. 794· σαρπὶς ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ [[σάρπος]] ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 466.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σάρπα]] (ΙΙ).
}}
}}