σιδηροκατάδικος: Difference between revisions

37
(6_17)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῐδηροκατάδῐκος''': -ον, ὁ εἰς [[σίδηρον]] καταδεδικασμένος, δηλ. εἰς ἀκρωτηριασμόν, Βασίλ.
|lstext='''σῐδηροκατάδῐκος''': -ον, ὁ εἰς [[σίδηρον]] καταδεδικασμένος, δηλ. εἰς ἀκρωτηριασμόν, Βασίλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />καταδικασμένος σε [[ποινή]] που εκτελείται με τον σίδηρο, [[δηλαδή]] σε ακρωτηριασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κατάδικος]].
}}
}}