σιδηροκατάδικος
From LSJ
English (LSJ)
σιδηροκατάδικον, condemned to the iron, i.e. mutilated, Suid. s.v. σπάδων.
German (Pape)
[Seite 879] zum Schwerte verurtheilt, Sp., zw.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροκατάδῐκος: -ον, ὁ εἰς σίδηρον καταδεδικασμένος, δηλ. εἰς ἀκρωτηριασμόν, Βασίλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
καταδικασμένος σε ποινή που εκτελείται με τον σίδηρο, δηλαδή σε ακρωτηριασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -κατάδικος.