σίκχος: Difference between revisions

37
(6_6)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σίκχος''': -εος, τό, = [[βδέλυγμα]], Σύμμαχ. ἐν Παλαιᾷ Διαθ.· - [[ὡσαύτως]] σικχότης, -ητος, ἡ, Εὐστ. 972. 35.
|lstext='''σίκχος''': -εος, τό, = [[βδέλυγμα]], Σύμμαχ. ἐν Παλαιᾷ Διαθ.· - [[ὡσαύτως]] σικχότης, -ητος, ἡ, Εὐστ. 972. 35.
}}
{{grml
|mltxt=-εος και -ους, τὸ, Α<br />[[βδέλυγμα]], [[σίχαμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σικχός]], [[κατά]] τα σιγμόληκτα ουδ. σε -<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στεῖν</i>-<i>ος</i>, <i>μάκρ</i>-<i>ος</i>)].
}}
}}