σίκχος

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίκχος Medium diacritics: σίκχος Low diacritics: σίκχος Capitals: ΣΙΚΧΟΣ
Transliteration A: síkchos Transliteration B: sikchos Transliteration C: sikchos Beta Code: si/kxos

English (LSJ)

εος, τό, = βδέλυγμα, Sm.Ez.7.19, al.:—also σικχότης, ητος, ἡ, Eust.972.35.

Greek (Liddell-Scott)

σίκχος: -εος, τό, = βδέλυγμα, Σύμμαχ. ἐν Παλαιᾷ Διαθ.· - ὡσαύτως σικχότης, -ητος, ἡ, Εὐστ. 972. 35.

Greek Monolingual

-εος και -ους, τὸ, Α
βδέλυγμα, σίχαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σικχός, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. σε -ος (πρβλ. στεῖνος, μάκρος)].

German (Pape)

τό, = σικχότης, LXX.