σιτοδότης: Difference between revisions

37
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui distribue du blé.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[δίδωμι]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui distribue du blé.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[δίδωμι]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μοιράζει [[σιτάρι]] δωρεάν<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που μοιράζει στους στρατιώτες τις μερίδες της τροφής τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>μισθο</i>-[[δότης]], <i>τροφο</i>-[[δότης]].
}}
}}