Anonymous

σιτοδότης: Difference between revisions

From LSJ
6
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μοιράζει [[σιτάρι]] δωρεάν<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που μοιράζει στους στρατιώτες τις μερίδες της τροφής τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>μισθο</i>-[[δότης]], <i>τροφο</i>-[[δότης]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μοιράζει [[σιτάρι]] δωρεάν<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που μοιράζει στους στρατιώτες τις μερίδες της τροφής τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>μισθο</i>-[[δότης]], <i>τροφο</i>-[[δότης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῑτοδότης:''' -ου, ὁ (δί-δωμι), αυτός που παρέχει [[σιτηρά]], επισιτιστής, [[διανομέας]] τροφών.
}}
}}