3,274,903
edits
(6_20) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκηνίπτω''': παρ’ Ἡσύχ. ἐρμηνευόμ. [[διαφθείρω]]· - ὁ Νίκ. ἐν Θηρ. 193 193 ἔχει τὸ σύνθετ. [[διασκηνίπτω]], ἐπὶ τοῦ ἱχνεύμονος καὶ τῶν ᾠῶν τοῦ κροκοδείλου. | |lstext='''σκηνίπτω''': παρ’ Ἡσύχ. ἐρμηνευόμ. [[διαφθείρω]]· - ὁ Νίκ. ἐν Θηρ. 193 193 ἔχει τὸ σύνθετ. [[διασκηνίπτω]], ἐπὶ τοῦ ἱχνεύμονος καὶ τῶν ᾠῶν τοῦ κροκοδείλου. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[διαφθείρω]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. που έχει σχηματιστεί πιθ. από συμφυρμό τών ρ. [[σκήπτω]] και [[ῥίπτω]] (<b>πρβλ.</b> <i>σκηρίπτομαι</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. συνδέεται με τα: [[κνιπεῖν]]<br /><i>σείειν</i> και [[σκνίπτω]] «[[τσιμπώ]], [[κεντώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[κνίψ]])]. | |||
}} | }} |