σκηνίπτω
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
= διαφθείρω, Hsch.; cf. διασκηνίπτω.
German (Pape)
[Seite 895] = σκνίπτω, nur bei Gramm.; doch hat Nic. Th. 193 die Zusammensetzung διασκηνίπτω.
Greek (Liddell-Scott)
σκηνίπτω: παρ’ Ἡσύχ. ἐρμηνευόμ. διαφθείρω· - ὁ Νίκ. ἐν Θηρ. 193 193 ἔχει τὸ σύνθετ. διασκηνίπτω, ἐπὶ τοῦ ἱχνεύμονος καὶ τῶν ᾠῶν τοῦ κροκοδείλου.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «διαφθείρω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. που έχει σχηματιστεί πιθ. από συμφυρμό τών ρ. σκήπτω και ῥίπτω (πρβλ. σκηρίπτομαι). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. συνδέεται με τα: κνιπεῖν
σείειν και σκνίπτω «τσιμπώ, κεντώ» (πρβλ. κνίψ)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: only ἐσκήνιψε διέφθειρε, διεσκέδασεν and διασκηνῖψαι διαφορῆσαι, διασπεῖραι. διεσκηνίφθη δε διεσωματίσθη H.; to this γαίῃ ... διεσκήνιψε shattered to the floor (Nic. Th. 193).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Popular expressive contamination of σκήπτω and the words discussed s. κνίψ, esp. κνιπεῖν σείειν and σκνίπτειν νύσσειν H.; Chantr. objects that the word quoted do not fit the sense. Cf. Kretschmer Glotta 24, 87 (against Specht KZ 61, 142 ff.). -- Cf. σκηρίπτομαι.
Frisk Etymology German
σκηνίπτω: {skēníptō}
Grammar: v.
Meaning: nur ἐσκήνιψε· διέφθειρε, διεσκέδασεν und διασκηνῖψαι· διαφορῆσαι, διασπεῖραι. διεσκηνίφθη δὲ διεσωματίσθη H.; dazu γαίῃ ... διεσκήνιψε zerschmetterte gegen den Boden (Nik. Th. 193).
Etymology: Volkstümlichexpressive Kontamination von σκήπτω und den s. κνίψ besprochenen Wörtern, bes. κνιπεῖν· σείειν und σκνίπτειν· νύσσειν H.; vgl. Kretschmer Glotta 24, 87 (gegen Specht KZ 61, 142 ff.). — Vgl. σκηρίπτομαι.
Page 2,728