σκύτη: Difference between revisions

948 bytes added ,  29 September 2017
37
(6_6)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκύτη''': Δωρ. [[σκύτα]], ἡ, = [[κεφαλή]], Ἡσύχ., πρβλ. Βoisson. Ἀνεκδ. 1.239· - παρ’ Ἀρχιλ. 109 φέρεται σκύταν (Bgk. σκύτην), [[ὅπερ]] ἑρμηνεύει ὁ Ἐρωτιαν. ὡς σημαῖνον [[μέρος]] τοῦ τραχήλου, ἢ τὸ ἐπὶ τοῦ κρανίου τριχοφόρον δέρμα, ἢ τὸν νωτιαῖον [[μυελόν]]· ὁ Ἡσύχ. ὁμοίως ἔχει «[[σκύτα]]· τὸν τράχηλον, Σικελοί»· καὶ παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1283, «τὰ σκύταλα ([[σκύτα]];) .., ὅ ἐστι τοὺς τραχήλους».
|lstext='''σκύτη''': Δωρ. [[σκύτα]], ἡ, = [[κεφαλή]], Ἡσύχ., πρβλ. Βoisson. Ἀνεκδ. 1.239· - παρ’ Ἀρχιλ. 109 φέρεται σκύταν (Bgk. σκύτην), [[ὅπερ]] ἑρμηνεύει ὁ Ἐρωτιαν. ὡς σημαῖνον [[μέρος]] τοῦ τραχήλου, ἢ τὸ ἐπὶ τοῦ κρανίου τριχοφόρον δέρμα, ἢ τὸν νωτιαῖον [[μυελόν]]· ὁ Ἡσύχ. ὁμοίως ἔχει «[[σκύτα]]· τὸν τράχηλον, Σικελοί»· καὶ παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1283, «τὰ σκύταλα ([[σκύτα]];) .., ὅ ἐστι τοὺς τραχήλους».
}}
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. [[σκύτα]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> το [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Ερωτιαν. και τον <b>Ησύχ.</b>) [[τράχηλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[σκύτη]], <i>σκῦτον</i> και πιθ. [[σκύτος]] [[είναι]] εκφραστικοί σχηματισμοί της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, αβέβαιης ετυμολ. Η [[ποικιλία]] τών μορφών και η [[σύγχυση]] τών σημ. γεννά δυσχέρειες. Κατά μία [[άποψη]], οι τ. αποτελούν παράλληλους σχηματισμούς με το λιθουαν. διαλ. <i>skutna</i> «ξυρισμένο, φαλακρό [[κεφάλι]]». Πιθανή, [[τέλος]], φαίνεται η σύνδεσή τους με τη λ. [[σκυτάλη]]].
}}
}}