Anonymous

σκύτη: Difference between revisions

From LSJ
2b
(37)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. [[σκύτα]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> το [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Ερωτιαν. και τον <b>Ησύχ.</b>) [[τράχηλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[σκύτη]], <i>σκῦτον</i> και πιθ. [[σκύτος]] [[είναι]] εκφραστικοί σχηματισμοί της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, αβέβαιης ετυμολ. Η [[ποικιλία]] τών μορφών και η [[σύγχυση]] τών σημ. γεννά δυσχέρειες. Κατά μία [[άποψη]], οι τ. αποτελούν παράλληλους σχηματισμούς με το λιθουαν. διαλ. <i>skutna</i> «ξυρισμένο, φαλακρό [[κεφάλι]]». Πιθανή, [[τέλος]], φαίνεται η σύνδεσή τους με τη λ. [[σκυτάλη]]].
|mltxt=και δωρ. τ. [[σκύτα]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> το [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Ερωτιαν. και τον <b>Ησύχ.</b>) [[τράχηλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[σκύτη]], <i>σκῦτον</i> και πιθ. [[σκύτος]] [[είναι]] εκφραστικοί σχηματισμοί της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, αβέβαιης ετυμολ. Η [[ποικιλία]] τών μορφών και η [[σύγχυση]] τών σημ. γεννά δυσχέρειες. Κατά μία [[άποψη]], οι τ. αποτελούν παράλληλους σχηματισμούς με το λιθουαν. διαλ. <i>skutna</i> «ξυρισμένο, φαλακρό [[κεφάλι]]». Πιθανή, [[τέλος]], φαίνεται η σύνδεσή τους με τη λ. [[σκυτάλη]]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b3">κεφαλή</b>; <b class="b3">σκύτα τὸν τράχηλον</b>. <b class="b3">Σικελοί</b> H. (Epich.?; s. Kaibel CGF p. V); unclear Archil. 122 (in Erot., where diff. expl.); Hp.; uncertain <b class="b3">σκύταλα</b> <b class="b2">id.</b> (Sch. Ar. Av. 1283).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: To [[σκυτάλη]] ?; cf. Lit. dial. <b class="b2">skutnà</b> <b class="b2">planed place, bald crown, baldhead</b>. Details in Bechtel Dial. 2, 287. -- Furnée 359, 362 compares <b class="b3">κοτ(τ)ίς</b>, (<b class="b3">προ)-κόττα</b> [[head]] and <b class="b3">σκύτα τὸν τράχηλον</b>. <b class="b3">Σικελοί</b> H. and concludes to a Pre-Greek word.
}}
}}