σκυτοδεψικός: Difference between revisions

37
(6_11)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκῠτοδεψικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς βυρσοδέψας ἢ τὴν βυρσοδεψικήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 17, 5., 5. 15, 2· - ἡ σκυτοδεψικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), ἡ βυρσοδεψική, ἡ τῆς κατεργασίας τῶν δερμάτων.
|lstext='''σκῠτοδεψικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς βυρσοδέψας ἢ τὴν βυρσοδεψικήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 17, 5., 5. 15, 2· - ἡ σκυτοδεψικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), ἡ βυρσοδεψική, ἡ τῆς κατεργασίας τῶν δερμάτων.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σκυτοδέψης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε βυρσοδέψη ή αυτός που προέρχεται από [[βυρσοδεψία]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή σκυτοδεψική</i><br />α) (ενν. [[κόπρος]])<br />η [[κοπριά]] που μένει από τα υπολείμματα της κατεργασίας δερμάτων<br />β) (ενν. [[τέχνη]]) η [[τέχνη]] της κατεργασίας δερμάτων, [[βυρσοδεψία]].
}}
}}