σκυτοδεψικός
English (LSJ)
σκυτοδεψική, σκυτοδεψικόν, of curriers or for curriers or of currying, ῥοῦς Hp.Liqu.5: σκυτοδεψική, ἡ (sc. κόπρος), Thphr. CP 3.17.5,5.15.2. σκυτοδεψικός, ὁ, = σκυτοδέψης, Pl.Grg. 517e, v.l. in Luc.Vit.Auct.11.
German (Pape)
[Seite 908] ή, όν, zum Ledergerber, zum Ledergerben gehörig; ἡ σκυτοδεψική, mit u. ohne τέχνη, die Gerbetkunft, Gerberei, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
σκῠτοδεψικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς βυρσοδέψας ἢ τὴν βυρσοδεψικήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 17, 5., 5. 15, 2· - ἡ σκυτοδεψικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ βυρσοδεψική, ἡ τῆς κατεργασίας τῶν δερμάτων.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σκυτοδέψης
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε βυρσοδέψη ή αυτός που προέρχεται από βυρσοδεψία
2. το θηλ. ως ουσ. ή σκυτοδεψική
α) (ενν. κόπρος)
η κοπριά που μένει από τα υπολείμματα της κατεργασίας δερμάτων
β) (ενν. τέχνη) η τέχνη της κατεργασίας δερμάτων, βυρσοδεψία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκυτοδεψικός -ή -όν [σκυτοδέψης] behorend tot de leerlooierij.