3,274,313
edits
(6_19) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκώπτης''': -ου, ὁ, ([[σκώπτω]]) ὁ σκώπτων, λέγων ἀστεῖα καὶ πειράζων ἢ περιπαίζων, Ἐτυμολ. Μέγ. 593. 7, Σουΐδ. | |lstext='''σκώπτης''': -ου, ὁ, ([[σκώπτω]]) ὁ σκώπτων, λέγων ἀστεῖα καὶ πειράζων ἢ περιπαίζων, Ἐτυμολ. Μέγ. 593. 7, Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. [[σκώπτρια]], ΝΜΑ<br />αυτός που λέει αστεία και πειράζει ή κοροϊδεύει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκωπ</i>- του [[σκώπτω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> / -<i>τρια</i>]. | |||
}} | }} |