σμώχω: Difference between revisions

782 bytes added ,  29 September 2017
38
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=frotter, écraser, broyer.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[σμήω]].
|btext=frotter, écraser, broyer.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[σμήω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τρίβω]] («καὶ σμώχετ' ἀμφοῑν τοῑν γνάθοιν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προσβάλλω]] με ύβρεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>σμω</i>- της ρίζας <i>σμη</i>- του ρ. <i>σμῶ</i> «[[πλένω]], [[σφουγγίζω]], [[καθαρίζω]]» με το ενεστωτικό [[επίθημα]] -<i>χω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σμή</i>-<i>χω</i>). Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], το ρ. σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] τα <i>σώσμώχω χω</i>, [[ψώχω]].
}}
}}