Anonymous

σμώχω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σμώχω''': μέλλ. -ξω. ([[σμάω]]), [[ψήχω]], [[τρίβω]], [[κατατρίβω]], «λιανίζω», καὶ σμώχετ’ ἀμφοῖν ταῖν γνάθοιν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1309· σμώξας Νικ. Θηρ. 530. 2) μεταφορ., πρσβάλλω δι’ ὕβρεων, Διόδ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 396 (389). - Καθ’ Ἡσυχ.: «ἐνεργεῖν [[μετὰ]] σπουδῆς».
|lstext='''σμώχω''': μέλλ. -ξω. ([[σμάω]]), [[ψήχω]], [[τρίβω]], [[κατατρίβω]], «λιανίζω», καὶ σμώχετ’ ἀμφοῖν ταῖν γνάθοιν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1309· σμώξας Νικ. Θηρ. 530. 2) μεταφορ., πρσβάλλω δι’ ὕβρεων, Διόδ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 396 (389). - Καθ’ Ἡσυχ.: «ἐνεργεῖν [[μετὰ]] σπουδῆς».
}}
{{bailly
|btext=frotter, écraser, broyer.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[σμήω]].
}}
}}