σπέλεθος: Difference between revisions

38
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[πέλεθος]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[πέλεθος]].
}}
{{grml
|mltxt=ή [[πέλεθος]], ὁ, Α<br />τα [[κόπρανα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ., όρος του καθημερινού λεξιλογίου, όπως φανερώνουν το [[επίθημα]] -<i>θος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>όν</i>-<i>θος</i>, <i>σπύρα</i>-<i>θος</i>), και πιθ. τα [[διπλά]] σύμφωνα τών τύπων [[σπέλληξι]] και [[πελλία]]. Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>p</i>(<i>h</i>)<i>el</i>- «[[σχίζω]]» (<b>πρβλ.</b> [[σπολάς]]). Ανάλογη [[διαφορά]] σημασιών έχουμε και στους τύπους [[σχίζω]] και γερμ. <i>scheiqen</i> «[[κοπρίζω]]», τα οποία συνδέονται [[μεταξύ]] τους].
}}
}}