Anonymous

σπέλεθος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(38)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ή [[πέλεθος]], ὁ, Α<br />τα [[κόπρανα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ., όρος του καθημερινού λεξιλογίου, όπως φανερώνουν το [[επίθημα]] -<i>θος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>όν</i>-<i>θος</i>, <i>σπύρα</i>-<i>θος</i>), και πιθ. τα [[διπλά]] σύμφωνα τών τύπων [[σπέλληξι]] και [[πελλία]]. Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>p</i>(<i>h</i>)<i>el</i>- «[[σχίζω]]» (<b>πρβλ.</b> [[σπολάς]]). Ανάλογη [[διαφορά]] σημασιών έχουμε και στους τύπους [[σχίζω]] και γερμ. <i>scheiqen</i> «[[κοπρίζω]]», τα οποία συνδέονται [[μεταξύ]] τους].
|mltxt=ή [[πέλεθος]], ὁ, Α<br />τα [[κόπρανα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ., όρος του καθημερινού λεξιλογίου, όπως φανερώνουν το [[επίθημα]] -<i>θος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>όν</i>-<i>θος</i>, <i>σπύρα</i>-<i>θος</i>), και πιθ. τα [[διπλά]] σύμφωνα τών τύπων [[σπέλληξι]] και [[πελλία]]. Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>p</i>(<i>h</i>)<i>el</i>- «[[σχίζω]]» (<b>πρβλ.</b> [[σπολάς]]). Ανάλογη [[διαφορά]] σημασιών έχουμε και στους τύπους [[σχίζω]] και γερμ. <i>scheiqen</i> «[[κοπρίζω]]», τα οποία συνδέονται [[μεταξύ]] τους].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[dung]] (Ar. Ek. 595).<br />Other forms: <b class="b3">πέλεθος</b> (Ach. 1170, S. Ichn. 414).<br />Compounds: <b class="b3">ὑ-σπέλεθος</b> <b class="b2">pigs dung</b> (D.C. 46, 5, Poll. 5, 91), <b class="b3">πελεθο-βάψ</b> m. f. <b class="b2">who washes away ordure</b> (Hdn. Gr. 1, 246, 12; H.).<br />Derivatives: Beside it <b class="b3">σπέλληξι σπελέθοις</b>, <b class="b3">πελλία σπέλεθοι</b> H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)<br />Etymology: For the final syllable cf. <b class="b3">σπύραθος</b>, <b class="b3">ὄνθος</b>; on the anlaut Schwyzer 334. Vulgar word of unclear origin. Connection with IE <b class="b2">*sp(h)el-</b> [[split]] in <b class="b3">σπολάς</b>, (<b class="b3">ἀ)σπάλαξ</b> a. o. is perh. on itself possible; cf. e.g. NHG [[scheißen]] prop. *'separate, divide, disjoin' to <b class="b3">σχίζω</b> [[split]]. - The variation shows a Pre-Greek word. (If this had the form <b class="b2">(s)pely-</b> it would explain the [[e]]'s.)
}}
}}