3,277,121
edits
(6_16) |
(38) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπινθηροβόλος''': -ον, ἐκπέμπων σπινθῆρας, Ἰω. Χρυσ.· -σπινθηροβολέω, Βυζ. | |lstext='''σπινθηροβόλος''': -ον, ἐκπέμπων σπινθῆρας, Ἰω. Χρυσ.· -σπινθηροβολέω, Βυζ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[σπινθηροβόλος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που εκπέμπει σπινθήρες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «σπινθηροβόλο [[σκότωμα]]»<br /><b>ιατρ.</b> ενδοπτικό [[φαινόμενο]] [[κατά]] το οποίο παρατηρείται [[εμφάνιση]] σκοτεινής κηλίδας με τεθλασμένο φωτεινό [[περίγραμμα]] στο οπτικό [[πεδίο]] του ενός ή και τών δύο ματιών<br />β) «σπινθηροβόλο [[πνεύμα]]» — [[άτομο]] με υψηλή [[ευφυΐα]], με ανώτερη [[διανοητικότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπινθήρ]](<i>ας</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀστραπη</i>-[[βόλος]]. | |||
}} | }} |