σπινθηροβόλος

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

German (Pape)

[Seite 922] Funken werfend, sprühend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σπινθηροβόλος: -ον, ἐκπέμπων σπινθῆρας, Ἰω. Χρυσ.· -σπινθηροβολέω, Βυζ.

Greek Monolingual

-α, -ο / σπινθηροβόλος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που εκπέμπει σπινθήρες
νεοελλ.
φρ. α) «σπινθηροβόλο σκότωμα»
ιατρ. ενδοπτικό φαινόμενο κατά το οποίο παρατηρείται εμφάνιση σκοτεινής κηλίδας με τεθλασμένο φωτεινό περίγραμμα στο οπτικό πεδίο του ενός ή και τών δύο ματιών
β) «σπινθηροβόλο πνεύμα» — άτομο με υψηλή ευφυΐα, με ανώτερη διανοητικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ(ας) + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ἀστραπηβόλος.