3,274,919
edits
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />de l’estomac.<br />'''Étymologie:''' [[στόμαχος]]. | |btext=ή, όν :<br />de l’estomac.<br />'''Étymologie:''' [[στόμαχος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[στομαχικός]], -ή, -όν ΝΜΑ [[στόμαχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[στομάχι]] (α. «στομαχικές διαταραχές» β. «στομαχικὴ [[συγκοπή]]» <b>Γαλ.</b><br />γ. «στομαχικὸν [[πάθος]]», Αρετ.)<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από [[χρόνια]] [[πάθηση]] του στομάχου (α. «και ο [[πατέρας]] του ήταν [[στομαχικός]]» β. «οἱ στομαχικοὶ ἤ οἱ μελαγχολικοί», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κατάλληλος]], [[ευεργετικός]] για τη [[λειτουργία]] του στομάχου (α. «στομαχικά βότανα» β. «[[ποτὸν]] στομαχικόν», <b>Γαλ.</b>). | |||
}} | }} |