Anonymous

στομαχικός: Difference between revisions

From LSJ
4
(38)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[στομαχικός]], -ή, -όν ΝΜΑ [[στόμαχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[στομάχι]] (α. «στομαχικές διαταραχές» β. «στομαχικὴ [[συγκοπή]]» <b>Γαλ.</b><br />γ. «στομαχικὸν [[πάθος]]», Αρετ.)<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από [[χρόνια]] [[πάθηση]] του στομάχου (α. «και ο [[πατέρας]] του ήταν [[στομαχικός]]» β. «οἱ στομαχικοὶ ἤ οἱ μελαγχολικοί», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κατάλληλος]], [[ευεργετικός]] για τη [[λειτουργία]] του στομάχου (α. «στομαχικά βότανα» β. «[[ποτὸν]] στομαχικόν», <b>Γαλ.</b>).
|mltxt=-ή, -ό / [[στομαχικός]], -ή, -όν ΝΜΑ [[στόμαχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[στομάχι]] (α. «στομαχικές διαταραχές» β. «στομαχικὴ [[συγκοπή]]» <b>Γαλ.</b><br />γ. «στομαχικὸν [[πάθος]]», Αρετ.)<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από [[χρόνια]] [[πάθηση]] του στομάχου (α. «και ο [[πατέρας]] του ήταν [[στομαχικός]]» β. «οἱ στομαχικοὶ ἤ οἱ μελαγχολικοί», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κατάλληλος]], [[ευεργετικός]] για τη [[λειτουργία]] του στομάχου (α. «στομαχικά βότανα» β. «[[ποτὸν]] στομαχικόν», <b>Γαλ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''στομαχῐκός:''' желудочный Plut.
}}
}}