3,270,629
edits
(6_19) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρεβλωτής''': -οῦ, ὁ, = στρεβλωτήριον, Γλωσσ. | |lstext='''στρεβλωτής''': -οῦ, ὁ, = στρεβλωτήριον, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ, και θηλ. στρεβλώτρια Ν [[στρεβλῶ</i>, -<i>ώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που στρεβλώνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που διαστρέφει [[κάτι]], που διαστρεβλώνει [[κάτι]] («[[στρεβλωτής]] της αλήθειας»)<br /><b>αρχ.</b><br />η [[στρέβλη]], το στρεβλωτήριο. | |||
}} | }} |