Anonymous

στρεβλωτής: Difference between revisions

From LSJ
38
(6_19)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρεβλωτής''': -οῦ, ὁ, = στρεβλωτήριον, Γλωσσ.
|lstext='''στρεβλωτής''': -οῦ, ὁ, = στρεβλωτήριον, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και θηλ. στρεβλώτρια Ν [[στρεβλῶ</i>, -<i>ώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που στρεβλώνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που διαστρέφει [[κάτι]], που διαστρεβλώνει [[κάτι]] («[[στρεβλωτής]] της αλήθειας»)<br /><b>αρχ.</b><br />η [[στρέβλη]], το στρεβλωτήριο.
}}
}}