στροβιλώδης: Difference between revisions

38
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />en forme de toupie <i>ou</i> de pomme de pin.<br />'''Étymologie:''' [[στρόβιλος]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />en forme de toupie <i>ou</i> de pomme de pin.<br />'''Étymologie:''' [[στρόβιλος]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[στροβιλώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[στρόβιλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φυσ.</b> αυτός που αναφέρεται στη [[γένεση]] στροβίλων [[μέσα]] στη [[μάζα]] ενός ρευστού, αλλ. [[τυρβώδης]] («[[στροβιλώδης]] ροή»)<br /><b>αρχ.</b><br />στροβιλοείδής, [[κωνικός]] («[[ὅρος]] στροβιλῶδες», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}