Anonymous

στροβιλώδης: Difference between revisions

From LSJ
6
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[στροβιλώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[στρόβιλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φυσ.</b> αυτός που αναφέρεται στη [[γένεση]] στροβίλων [[μέσα]] στη [[μάζα]] ενός ρευστού, αλλ. [[τυρβώδης]] («[[στροβιλώδης]] ροή»)<br /><b>αρχ.</b><br />στροβιλοείδής, [[κωνικός]] («[[ὅρος]] στροβιλῶδες», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=-ες / [[στροβιλώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[στρόβιλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φυσ.</b> αυτός που αναφέρεται στη [[γένεση]] στροβίλων [[μέσα]] στη [[μάζα]] ενός ρευστού, αλλ. [[τυρβώδης]] («[[στροβιλώδης]] ροή»)<br /><b>αρχ.</b><br />στροβιλοείδής, [[κωνικός]] («[[ὅρος]] στροβιλῶδες», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''στροβῑλώδης:''' -ες, συνηρ. αντί [[στροβιλοειδής]], σε Πλούτ.
}}
}}