συμφοιτητής: Difference between revisions

39
(Bailly1_5)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />condisciple.<br />'''Étymologie:''' [[συμφοιτάω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />condisciple.<br />'''Étymologie:''' [[συμφοιτάω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. συμφοιτήτρια Ν [[συμφοιτῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φοιτητής]] [[μαζί]] με άλλον, αυτός που φοιτά ή έχει φοιτήσει στην [[ίδια]] ανώτερη ή ανώτατη [[σχολή]] με κάποιον άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμμαθητής]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[συμπροσκυνητής]] στον ναό του Ασκληπιού.
}}
}}