3,277,002
edits
(6_5) |
(39) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνάλθομαι''': ἀόριστ. -αλθεσθῆναι, παθητ.· ― [[θεραπεύω]], ἐπὶ τραύματος ἢ κατάγματος, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ τύπῳ συναλθάσσομαι, ὁ αὐτ. περὶ Ἀγμ. 758. | |lstext='''συνάλθομαι''': ἀόριστ. -αλθεσθῆναι, παθητ.· ― [[θεραπεύω]], ἐπὶ τραύματος ἢ κατάγματος, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ τύπῳ συναλθάσσομαι, ὁ αὐτ. περὶ Ἀγμ. 758. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />(για [[τραύμα]] ή [[κάταγμα]]) επουλώνομαι, αποκαθίσταμαι, θεραπεύομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄλθομαι]], αρχαιότερος [[αμάρτυρος]] τ. ενεστ. του [[ἀλθαίνω]] «[[θεραπεύω]]» (<b>βλ.</b>λ. [[αλθαίνω]])]. | |||
}} | }} |