συνάλθομαι

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάλθομαι Medium diacritics: συνάλθομαι Low diacritics: συνάλθομαι Capitals: ΣΥΝΑΛΘΟΜΑΙ
Transliteration A: synálthomai Transliteration B: synalthomai Transliteration C: synalthomai Beta Code: suna/lqomai

English (LSJ)

aor. inf. συναλθεσθῆναι, Pass., heat up, of a wound or fracture, Hp.Art.14; also in the form συναλθάσσομαι, Id.Fract.9 (v.l. συναλθέεται).

Greek (Liddell-Scott)

συνάλθομαι: ἀόριστ. -αλθεσθῆναι, παθητ.· ― θεραπεύω, ἐπὶ τραύματος ἢ κατάγματος, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792· ὡσαύτως ἐν τῷ τύπῳ συναλθάσσομαι, ὁ αὐτ. περὶ Ἀγμ. 758.

Greek Monolingual

Α
(για τραύμα ή κάταγμα) επουλώνομαι, αποκαθίσταμαι, θεραπεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἄλθομαι, αρχαιότερος αμάρτυρος τ. ενεστ. του ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-άλθομαι helen, aaneengroeien (van botbreuken). Hp. Art. 14.