συγκατασκευάζω: Difference between revisions

39
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=aider à préparer, à établir, à se procurer, acc. ; [[τί]] τινι aider qqn à préparer qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατασκευάζω]].
|btext=aider à préparer, à établir, à se procurer, acc. ; [[τί]] τινι aider qqn à préparer qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατασκευάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[κατασκευάζω]]<br /><b>1.</b> [[συντελώ]] στη [[διευθέτηση]] ή στη [[διοργάνωση]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με πόλεμο) [[βοηθώ]] στη [[διεξαγωγή]] («[[οὗτος]] ἐστι ὁ συγκατασκευάσας καὶ πάντων εἷς ἀνὴρ τῶν μεγίστων [[αἴτιος]] κακῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[κατασκευάζω]]<br /><b>1.</b> [[συντελώ]] στη [[διευθέτηση]] ή στη [[διοργάνωση]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με πόλεμο) [[βοηθώ]] στη [[διεξαγωγή]] («[[οὗτος]] ἐστι ὁ συγκατασκευάσας καὶ πάντων εἷς ἀνὴρ τῶν μεγίστων [[αἴτιος]] κακῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]].
|mltxt=Α [[κατασκευάζω]]<br /><b>1.</b> [[συντελώ]] στη [[διευθέτηση]] ή στη [[διοργάνωση]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με πόλεμο) [[βοηθώ]] στη [[διεξαγωγή]] («[[οὗτος]] ἐστι ὁ συγκατασκευάσας καὶ πάντων εἷς ἀνὴρ τῶν μεγίστων [[αἴτιος]] κακῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]].
}}
}}