Anonymous

συγκατασκευάζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[κατασκευάζω]]<br /><b>1.</b> [[συντελώ]] στη [[διευθέτηση]] ή στη [[διοργάνωση]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με πόλεμο) [[βοηθώ]] στη [[διεξαγωγή]] («[[οὗτος]] ἐστι ὁ συγκατασκευάσας καὶ πάντων εἷς ἀνὴρ τῶν μεγίστων [[αἴτιος]] κακῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]].
|mltxt=Α [[κατασκευάζω]]<br /><b>1.</b> [[συντελώ]] στη [[διευθέτηση]] ή στη [[διοργάνωση]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με πόλεμο) [[βοηθώ]] στη [[διεξαγωγή]] («[[οὗτος]] ἐστι ὁ συγκατασκευάσας καὶ πάντων εἷς ἀνὴρ τῶν μεγίστων [[αἴτιος]] κακῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκατασκευάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συντελώ]] στην [[κατασκευή]] ή την [[εδραίωση]] κάποιου πράγματος, [[συμπράττω]], σε Θουκ. κ.λπ.· [[συγκατασκευάζω]] τὸν πόλεμον, [[συνεργώ]] στη [[διεξαγωγή]] πολέμου, σε Δημ.
}}
}}