συγκλειστός: Difference between revisions

39
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, ός;<br />enfermé, enveloppé.<br />'''Étymologie:''' [[συγκλείω]].
|btext=ός, ός;<br />enfermé, enveloppé.<br />'''Étymologie:''' [[συγκλείω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκλείω]]<br /><b>1.</b> ο κλεισμένος [[μαζί]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να περικλείει<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔργον]] συγκλειστόν» — [[σύγκλεισμα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκλείω]]<br /><b>1.</b> ο κλεισμένος [[μαζί]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να περικλείει<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔργον]] συγκλειστόν» — [[σύγκλεισμα]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκλείω]]<br /><b>1.</b> ο κλεισμένος [[μαζί]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να περικλείει<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔργον]] συγκλειστόν» — [[σύγκλεισμα]].
}}
}}