συγκλειστός
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
English (LSJ)
συγκλειστή, συγκλειστόν,
A shut up, ζόφῳ Luc.Trag.64.
2 with the power of closing, ὄστρακα Arist.HA 528b15.
3 ἔργον συγκλειστόν, = σύγκλεισμα, LXX 3 Ki.7.28.
German (Pape)
[Seite 968] verschlossen, verbunden, LXX.
French (Bailly abrégé)
ός, ός;
enfermé, enveloppé.
Étymologie: συγκλείω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκλειστός -ή -όν [συγκλείω] opgesloten.
Russian (Dvoretsky)
συγκλειστός: [adj. verb. к συγκλείω
1 закрытый, окутанный (ζόφῳ Luc.);
2 смыкающийся, запирающийся (ὄστρακα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
συγκλειστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., κατάκλειστος, συγκεκλεισμένος, ζόφῳ συγκλειστὸς ἡλίου δίχα Λουκ. Τραγῳδοποδάγρα 64. 2) ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ συγκλείεσθαι, ὄστρακα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 11. 3) παρὰ τοῖς Ἑβδ. Γ΄ Βασιλ. Ζ΄, 28) ἔργον συγκλειστὸν = σύγκλεισμα.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συγκλείω
1. ο κλεισμένος μαζί
2. αυτός που έχει τη δύναμη να περικλείει
3. φρ. «ἔργον συγκλειστόν» — σύγκλεισμα.