3,276,932
edits
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=([[imperfect]] συνελογιζομην Lachmann) 1st aorist συνελογισαμην;<br /><b class="num">a.</b> to [[bring]] [[together]] accounts, [[reckon]] up, [[compute]], ([[Herodotus]] and [[following]]).<br /><b class="num">b.</b> to [[reckon]] [[with]] [[oneself]], to [[reason]] ([[Plato]], [[Demosthenes]], [[Polybius]], others): Luke 20:5. | |txtha=([[imperfect]] συνελογιζομην Lachmann) 1st aorist συνελογισαμην;<br /><b class="num">a.</b> to [[bring]] [[together]] accounts, [[reckon]] up, [[compute]], ([[Herodotus]] and [[following]]).<br /><b class="num">b.</b> to [[reckon]] [[with]] [[oneself]], to [[reason]] ([[Plato]], [[Demosthenes]], [[Polybius]], others): Luke 20:5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ, και [[συλλογιέμαι]] και [[συλλογιούμαι]] Ν, και σπαν. ενεργ. τ. [[συλλογίζω]] Α [[σύλλογος]]<br /><b>1.</b> [[λαμβάνω]] υπ' όψιν, [[υπολογίζω]], [[λογαριάζω]] (α. «δεν συλλογίζεσαι τα έξοδα που χρειάζονται για το [[ταξίδι]]» β. «oἱ δὲ συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[συμπεραίνω]] με συλλογισμό, [[συμπεραίνω]] λογικά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]], [[διανοούμαι]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παρακμ.) <i>συλλογισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />βυθισμένος στις σκέψεις, [[σκεπτικός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[φέρνω]] στη [[μνήμη]] μου, [[σκέπτομαι]], [[αναπολώ]] (α. «[[τώρα]] δα σέ συλλογιζόμουνα» β. «ἀρξάμην συλλογίζεσθαι καὶ εἰς τὸν νοῡν μου [[λέγω]]», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συλλαμβάνω]] με τον νου μου και [[συνεξετάζω]], [[συνυπολογίζω]] («εἰ γάρ τις τὰ...τείχεά τε καὶ ἔργων ἀπόδειξιν συλλογίσαιτο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανακεφαλαιώνω]] («ἐκ τῶν εἰρημένων συλλογισαμένους καὶ συναγαγόντας τὸ [[κεφάλαιον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αποφασίζω]] («συλλελογισμένον ἦν αὐτῷ μὴ πρότερον ἐγχειρεῑν ἕως», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ενεργ.</b> [[συλλέγω]], [[συναθροίζω]], [[συνάγω]] («κἀκ πολλῶν μερῶν συλλογίσαντες συνέθηκεν ἡ [[τέχνη]] τέλειον καλόν», Διον. Αλ.)<br /><b>5.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ συλλελογισμένα</i><br />αυτά τα οποία συμπεραίνει [[κάποιος]] με [[λογικό]] τρόπο, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα ασυλλόγιστα<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[οὗτος]] ὁ [[λόγος]] οὐ συλλελόγισται» — αυτός ο [[λόγος]] δεν [[είναι]] [[συλλογιστικός]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και [[συλλογιέμαι]] και [[συλλογιούμαι]] Ν, και σπαν. ενεργ. τ. [[συλλογίζω]] Α [[σύλλογος]]<br /><b>1.</b> [[λαμβάνω]] υπ' όψιν, [[υπολογίζω]], [[λογαριάζω]] (α. «δεν συλλογίζεσαι τα έξοδα που χρειάζονται για το [[ταξίδι]]» β. «oἱ δὲ συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[συμπεραίνω]] με συλλογισμό, [[συμπεραίνω]] λογικά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]], [[διανοούμαι]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παρακμ.) <i>συλλογισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />βυθισμένος στις σκέψεις, [[σκεπτικός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[φέρνω]] στη [[μνήμη]] μου, [[σκέπτομαι]], [[αναπολώ]] (α. «[[τώρα]] δα σέ συλλογιζόμουνα» β. «ἀρξάμην συλλογίζεσθαι καὶ εἰς τὸν νοῡν μου [[λέγω]]», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συλλαμβάνω]] με τον νου μου και [[συνεξετάζω]], [[συνυπολογίζω]] («εἰ γάρ τις τὰ...τείχεά τε καὶ ἔργων ἀπόδειξιν συλλογίσαιτο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανακεφαλαιώνω]] («ἐκ τῶν εἰρημένων συλλογισαμένους καὶ συναγαγόντας τὸ [[κεφάλαιον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αποφασίζω]] («συλλελογισμένον ἦν αὐτῷ μὴ πρότερον ἐγχειρεῑν ἕως», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ενεργ.</b> [[συλλέγω]], [[συναθροίζω]], [[συνάγω]] («κἀκ πολλῶν μερῶν συλλογίσαντες συνέθηκεν ἡ [[τέχνη]] τέλειον καλόν», Διον. Αλ.)<br /><b>5.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ συλλελογισμένα</i><br />αυτά τα οποία συμπεραίνει [[κάποιος]] με [[λογικό]] τρόπο, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα ασυλλόγιστα<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[οὗτος]] ὁ [[λόγος]] οὐ συλλελόγισται» — αυτός ο [[λόγος]] δεν [[είναι]] [[συλλογιστικός]]. | |mltxt=ΝΜΑ, και [[συλλογιέμαι]] και [[συλλογιούμαι]] Ν, και σπαν. ενεργ. τ. [[συλλογίζω]] Α [[σύλλογος]]<br /><b>1.</b> [[λαμβάνω]] υπ' όψιν, [[υπολογίζω]], [[λογαριάζω]] (α. «δεν συλλογίζεσαι τα έξοδα που χρειάζονται για το [[ταξίδι]]» β. «oἱ δὲ συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[συμπεραίνω]] με συλλογισμό, [[συμπεραίνω]] λογικά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]], [[διανοούμαι]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παρακμ.) <i>συλλογισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />βυθισμένος στις σκέψεις, [[σκεπτικός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[φέρνω]] στη [[μνήμη]] μου, [[σκέπτομαι]], [[αναπολώ]] (α. «[[τώρα]] δα σέ συλλογιζόμουνα» β. «ἀρξάμην συλλογίζεσθαι καὶ εἰς τὸν νοῡν μου [[λέγω]]», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συλλαμβάνω]] με τον νου μου και [[συνεξετάζω]], [[συνυπολογίζω]] («εἰ γάρ τις τὰ...τείχεά τε καὶ ἔργων ἀπόδειξιν συλλογίσαιτο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανακεφαλαιώνω]] («ἐκ τῶν εἰρημένων συλλογισαμένους καὶ συναγαγόντας τὸ [[κεφάλαιον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αποφασίζω]] («συλλελογισμένον ἦν αὐτῷ μὴ πρότερον ἐγχειρεῑν ἕως», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ενεργ.</b> [[συλλέγω]], [[συναθροίζω]], [[συνάγω]] («κἀκ πολλῶν μερῶν συλλογίσαντες συνέθηκεν ἡ [[τέχνη]] τέλειον καλόν», Διον. Αλ.)<br /><b>5.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ συλλελογισμένα</i><br />αυτά τα οποία συμπεραίνει [[κάποιος]] με [[λογικό]] τρόπο, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα ασυλλόγιστα<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[οὗτος]] ὁ [[λόγος]] οὐ συλλελόγισται» — αυτός ο [[λόγος]] δεν [[είναι]] [[συλλογιστικός]]. | ||
}} | }} |