ὑλάσκω: Difference between revisions

42
(6_3)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑλάσκω''': [ῠ], = ὑλακτέω. ἀμφ. ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 877. - ὁ ἐνεστ. ὑλάσσω ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Χαρίτωνι 6. 4, Εὐστ. 1791. 64· ἀόρ. ὕλαξα Δίων Κ. 63. 28.
|lstext='''ὑλάσκω''': [ῠ], = ὑλακτέω. ἀμφ. ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 877. - ὁ ἐνεστ. ὑλάσσω ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Χαρίτωνι 6. 4, Εὐστ. 1791. 64· ἀόρ. ὕλαξα Δίων Κ. 63. 28.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[υλακτώ]], γαυγίζω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αμφίβολο θεωρείται αν μαρτυρείται ο τ. [[ὑλάσκω]] (<b>βλ. λ.</b> <i>ὑλῶ</i>, [[ὑλάσσω]])].
}}
}}