Anonymous

ὑλάσκω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(42)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[υλακτώ]], γαυγίζω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αμφίβολο θεωρείται αν μαρτυρείται ο τ. [[ὑλάσκω]] (<b>βλ. λ.</b> <i>ὑλῶ</i>, [[ὑλάσσω]])].
|mltxt=Α<br />[[υλακτώ]], γαυγίζω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αμφίβολο θεωρείται αν μαρτυρείται ο τ. [[ὑλάσκω]] (<b>βλ. λ.</b> <i>ὑλῶ</i>, [[ὑλάσσω]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑλάσκω:''' Aesch. = [[ὑλακτέω]].
}}
}}