ὑποβαίνω: Difference between revisions

43
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑποβήσομαι, <i>ao.2</i> ὑπέβην, <i>etc.</i><br />venir au-dessous ; baisser, descendre : [[τεσσαράκοντα]] πόδας ὑποβὰς τῆς ἑτέρης (πυραμίδος) HDT étant descendu de 40 pieds plus bas que pour l’autre pyramide, l’ayant construite de 40 pieds plus basse.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[βαίνω]].
|btext=<i>f.</i> ὑποβήσομαι, <i>ao.2</i> ὑπέβην, <i>etc.</i><br />venir au-dessous ; baisser, descendre : [[τεσσαράκοντα]] πόδας ὑποβὰς τῆς ἑτέρης (πυραμίδος) HDT étant descendu de 40 pieds plus bas que pour l’autre pyramide, l’ayant construite de 40 pieds plus basse.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[βαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[βαίνω]]<br />(με γεν.) [[είμαι]] [[υποδεέστερος]], [[είμαι]] [[κατώτερος]] (α. «τὰ ὑπ' αὐτοῡ [ενν. <i>τοῡ Χριστοῡ</i>] γεγονότα, ὑποβεβηκότα δὲ τὴν αὑτοῡ [[θεότητα]]», Επιφάν.<br />β. «oἱ [ενν. <i>θνητοί</i>] τῶν ἡρώων ὑποβαίνουσι», Ιεροκλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στέκομαι]] από [[κάτω]], [[στηρίζω]] («τὸ ὑποβαινόμενον [[σκέλος]]» — το [[πόδι]] στο οποίο στηρίζεται το [[βάρος]] του σώματος, Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[χρησιμεύω]] ως [[βάση]], ως [[στήριγμα]] («αἱ υποβεβηκυῑαι ἀρχαί», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>3.</b> περιέχομαι («τῇ σαφηνείᾳ ὑποβέβηκε τὸ καθαρὸν καὶ εὐκρινές», Ερμογ.)<br /><b>4.</b> (για την [[παλίρροια]]) [[κατεβαίνω]], [[κατέρχομαι]]<br /><b>5.</b> [[υποχωρώ]], τραβιέμαι [[προς]] τα [[πίσω]] («ὑπέβη εἰς [[τοὐπίσω]]», Ηλιόδ.)<br /><b>6.</b> [[είμαι]] [[κατώτερος]], [[είμαι]] χαμηλότερος («[[τεσσεράκοντα]] [[πόδας]] ὑποβὰς τὴς ἑτέρης [πυραμίδος] τὠυτὸ [[μέγαθος]]» — πηγαίνοντας [[σαράντα]] πόδια πιο [[κάτω]], χτίζοντας [[σαράντα]] πόδια χαμηλοτέρα, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> ελαττώνομαι, μειώνομαι («[[καθάπερ]] ὑποβέβηκεν ἑκάστῳ τὸ [[τίμημα]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> (η μτχ. ενεστ. ή αορ. ως επίρρ.) <i>ὁ ὑποβαίνων</i> και <i>ὁ ὑποβάς</i><br />(για [[βιβλίο]]) στη [[συνέχεια]], [[παρακάτω]], λίγο πιο [[κάτω]] (α. «ὑποβαίνων ὀρεῑ», Ερμογ.<br />β. «μικρὸν ὑποβάς», Παρθ.)<br /><b>9.</b> (η μτχ. παρακμ.) <i>υποβεβηκώς</i>, -<i>υῑα</i>, -<i>ός</i><br />α) αυτός που περιέχεται σε κάποιον [[άλλο]], που βρίσκεται σε [[σχέση]] είδους [[προς]] [[γένος]] («ὑποβεβηκυῑαι ἰδέαι», Ερμογ.)<br />β) (για αριθμούς) [[μικρότερος]] στην [[ίδια]] [[κλίμακα]]<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑποβαίνω]] αὐχήματος» — [[πέφτω]] χαμηλότερα, περιορίζεται ο [[εγωισμός]] μου (Διον. Αλ.)<br />β) «[[ὑποβαίνω]] τῆς εὐδαιμονίας» — [[χάνω]] την [[ευτυχία]] μου (<b>Ιώσ.</b>)<br />γ) «[[ὑποβαίνω]] τι πρὸς τὰ ἄλλα» — [[φτάνω]] σε λεπτομέρειες <b>(Θεοφρ.)</b>.
}}
}}