ὑποβαίνω

From LSJ

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποβαίνω Medium diacritics: ὑποβαίνω Low diacritics: υποβαίνω Capitals: ΥΠΟΒΑΙΝΩ
Transliteration A: hypobaínō Transliteration B: hypobainō Transliteration C: ypovaino Beta Code: u(pobai/nw

English (LSJ)

A stand under, τὸ ὑποβαινόμενον σκέλος the leg which is stood on, opp. τὸ ἔξω ἀποβαινόμενον (the lame leg which is pointed outwards to relieve it from the weight of the body), Hp.Art.52.
2 serve as a base or foundation, ὑποβεβηκυῖαι ἀρχαί S.E.M.3.94 (v.l. ἀπο-).
3 in pf., fall under the head of, [τῇ σαφηνεία] ὑποβέβηκε τὸ καθαρὸν καὶ εὐκρινές Hermog.Id.1.1; ὑποβεβηκώς logically subordinate, low in the descent from the universal to the particular, ὑποβεβηκυῖαι ἰδέαι ibid., cf. Phld.Sign.29, S.E.P.1.39, Sor.1.2, 2.1,6, Aristid. Quint.3.24; πάντα τὰ ὑποβεβηκότα προσεχῶς ὗλαι τῶν ἐπαναβεβηκότων (cf. ἐπαναβαίνω III.2) Porph. in Harm.p.197 W.; of numbers, lower in the scale, S.E.M.9.306.
II go under or down, Ph.Bel. 100.8 (s.v.l.); of the tide, ebb, Placit.3.17.1.
III step back, opp. προϊέναι, Gal.Parv.Pil.2; ὑπέβη εἰς τοὐπίσω Hld.2.5; of a gladiator, Artem.2.32: in pf., stand further back, πήχεσι δυσὶν ὑποβεβηκότες Ascl.Tact.5.1, cf. Ael.Tact.14.4, Arr.Tact.12.8.
IV metaph., τεσσεράκοντα πόδας ὑποβὰς τῆς ἑτέρης [πυραμίδος] τὠυτὸ μέγαθος going 40 feet below the like size of the other pyramid, i.e. building it 40 feet lower, Hdt.2.127; ὑ. αὐχήματος descend from boasting, D.H.8.48; τῆς ἀρχαίας εὐδαιμονίας ὑποβεβηκότες fallen from it, J.AJ11.4.2; ὑποβαίνοντι πρὸς τὰ ἄλλα coming down to the details, Thphr. Metaph.27; in Neoplatonism, of the descent (cf. ὑπόβασις 1.2) from the universal to the particular, from unity to plurality, or from eternity to the world, οἳ (sc. θνητοὶ) τῶν ἡρώων ὑποβεβήκασιν are inferior to... Hierocl. in CA27p.483M., cf. Moderatus ap.Simp. in Ph.231.5, Porph.Gaur.6.2, Iamb.Comm.Math.8, Simp. in Ph.784.15: also c. acc., fall below, δοκεῖς μοι οὐδένα τῶν πρὸ σοῦ ἐν οὐδενὶ -βεβηκέναι Pl.Chrm.158b; τὰ φυσικά... διὰ τὸ πᾶσαν τὴν.. ἀσώματον οὐσίαν ὑποβεβηκέναι Simp. in Ph.286.13: abs., to be lower or less, καθάπερ ὑ. τὸ τίμημα Pl.Lg.775b; τούτῳ νοσήσαντι ὑπέβη τὰ δεξιά interpol. in Philostr.Gym.41.
2 ὑποβάς a little below (in the book), Str.1.2.40, 6.2.4; μικρὸν ὑποβάς Parth.21.3; ὑποβαίνων ἐρεῖ Hermog. Inv.4.10; v. ὑποκαταβαίνω 4.

German (Pape)

[Seite 1210] (s. βαίνω), 1) sich darunterstellen, dah. als Stütze od. Grundlage darunter stehen, als Basis dienen, Sp.; – weiter nach unten, weiter gegen das Ende zu gehen, μικρὸν ὑποβάς, ein wenig weiter unten im Text, Sp. – 2) Übertr., herabsteigen, ablassen von Etwas, τινός, τοῦ αὐχήματος ἑκόντες ὑποβήσονται D. Hal. 8, 48; daher τεσσαράκοντα πόδας ὑποβὰς τῆς ἑτέρης (τυραμίδος) τωὐτὸ μέγαθος, unter die gleiche Größe der andern Pyramiden um 40 Fuß herabsteigend, d. h. sie um so viel niedriger als die andern bauend, Her. 2, 127. – Dah. abnehmen, von der Ebbe, Plut. plac. phil. 3, 17; weniger werden, καθάπερ ὑποβέβηκεν ἑκάστῳ τὸ τίμημα Plat. Legg. VI, 775 b; Gegensatz von ἐπιδίδωμι, Philostr. gymn. 1; οἱ ὑποβεβηκότες ἀριθμοί, die kleineren Zahlen, S. Emp. adv. phys. 1, 306; – vom Range, niedriger, nachstehen, Sp.

French (Bailly abrégé)

f. ὑποβήσομαι, ao.2 ὑπέβην, etc.
venir au-dessous ; baisser, descendre : τεσσαράκοντα πόδας ὑποβὰς τῆς ἑτέρης (πυραμίδος) HDT étant descendu de 40 pieds plus bas que pour l'autre pyramide, l'ayant construite de 40 pieds plus basse.
Étymologie: ὑπό, βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποβαίνω:
1 сходить, спускаться ниже: τεσσαράκοντα πόδας ὑποβὰς τῆς ἑτέρης Her. спустившись на 40 футов ниже другой (пирамиды), т. е. построив ее на более низком уровне; καθάπερ ὑποβέβηκεν τὸ τίμημα Plut. по мере снижения оценки (имущества), т. е. сообразно с имущественным цензом;
2 находиться внизу: οἱ ὑποβεβηκότες ἀριθμοί Sext. числа нижнего ряда;
3 (о море), отливать, убывать, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποβαίνω: μέλλ. -βήσομαι, βαίνω ἢ ἵσταμαι ὑποκάτω, τό ὑποβαινόμενον σκέλος, ἐφ’ οὗ ἵσταταί τις, ἐφ’ οὗ στηρίζεται ἀντίθετον πρὸς τὸ ἔξω ἀποβαινόμενον (τὸ χωλὸν σκέλος, τὸ ὁποῖον κλίνει τις πρὸς τὰ ἔξω ὅπως ἀπαλλάξῃ αὐτὸ ἀπὸ τοῦ βάρους τοῦ σώματος), Ἱππ. π. Ἄρθρ. 819. 2) χρησιμεύω ὡς βάσις ἢ θεμέλιον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 39, π. Μ. 9. 306, κλπ. ΙΙ. βαίνω πρὸς τὰ κάτω, ἐπὶ τῆς ἀμπώτιδος, Πλούτ. 2. 897Β. ΙΙΙ. μεταφορικ., τεσσαράκοντα πόδας ὑποβὰς τῆς ἑτέρης [πυραμίδος] τωὐτὸ μέγεθος, κτίσας αὐτὴν κατὰ τεσσαράκοντα πόδας χαμηλοτέραν τοῦ μεγέθους τῆς ἑτέρας πυραμίδος, Ἡρόδ. 2. 127· ὑπ. αὐχήματος, καταβαίνω ἀπὸ τοῦ ὕψους τῶν καυχήσεων, Διον. Ἁλ. 8. 48· ὑπ. τῆς εὐδαιμονίας, ἐκπίπτω ἐκ τῆς εὐδαιμονίας, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 4, 2· οἳ [θνητοὶ] τῶν ἡρώων ὑπ., εἶναι κατώτεροι τῶν..., Ἱεροκλ. 138, 5., 20. 7. ― ἀπολ., ἐλαττοῦμαι, καθάπερ ὑπ. τὸ τίμημα Πλάτ. Νόμ. 775Β. 2) ὑποβὰς ἢ μικρὸν ὑποβάς, ὀλίγον κατωτέρω (ἐν τῷ βιβλίῳ), Στράβ. 47, 271, κ. ἀλλ.· ἴδε τὸ ῥῆμ. ὑποκαταβαίνω. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 146.

Greek Monolingual

ΜΑ βαίνω
(με γεν.) είμαι υποδεέστερος, είμαι κατώτερος (α. «τὰ ὑπ' αὐτοῦ [ενν. τοῦ Χριστοῦ] γεγονότα, ὑποβεβηκότα δὲ τὴν αὑτοῦ θεότητα», Επιφάν.
β. «oἱ [ενν. θνητοί] τῶν ἡρώων ὑποβαίνουσι», Ιεροκλ.)
αρχ.
1. στέκομαι από κάτω, στηρίζω («τὸ ὑποβαινόμενον σκέλος» — το πόδι στο οποίο στηρίζεται το βάρος του σώματος, Ιπποκρ.)
2. χρησιμεύω ως βάση, ως στήριγμα («αἱ υποβεβηκυῑαι ἀρχαί», Σέξτ. Εμπ.)
3. περιέχομαι («τῇ σαφηνείᾳ ὑποβέβηκε τὸ καθαρὸν καὶ εὐκρινές», Ερμογ.)
4. (για την παλίρροια) κατεβαίνω, κατέρχομαι
5. υποχωρώ, τραβιέμαι προς τα πίσω («ὑπέβη εἰς τοὐπίσω», Ηλιόδ.)
6. είμαι κατώτερος, είμαι χαμηλότερος («τεσσεράκοντα πόδας ὑποβὰς τὴς ἑτέρης [πυραμίδος] τὠυτὸ μέγαθος» — πηγαίνοντας σαράντα πόδια πιο κάτω, χτίζοντας σαράντα πόδια χαμηλοτέρα, Ηρόδ.)
7. ελαττώνομαι, μειώνομαι («καθάπερ ὑποβέβηκεν ἑκάστῳ τὸ τίμημα», Πλάτ.)
8. (η μτχ. ενεστ. ή αορ. ως επίρρ.) ὁ ὑποβαίνων και ὁ ὑποβάς
(για βιβλίο) στη συνέχεια, παρακάτω, λίγο πιο κάτω (α. «ὑποβαίνων ὀρεῖ», Ερμογ.
β. «μικρὸν ὑποβάς», Παρθ.)
9. (η μτχ. παρακμ.) υποβεβηκώς, -υῑα, -ός
α) αυτός που περιέχεται σε κάποιον άλλο, που βρίσκεται σε σχέση είδους προς γένος («ὑποβεβηκυῖαι ἰδέαι», Ερμογ.)
β) (για αριθμούς) μικρότερος στην ίδια κλίμακα
10. φρ. α) «ὑποβαίνω αὐχήματος» — πέφτω χαμηλότερα, περιορίζεται ο εγωισμός μου (Διον. Αλ.)
β) «ὑποβαίνω τῆς εὐδαιμονίας» — χάνω την ευτυχία μου (Ιώσ.)
γ) «ὑποβαίνω τι πρὸς τὰ ἄλλα» — φτάνω σε λεπτομέρειες (Θεοφρ.).

Greek Monotonic

ὑποβαίνω: μέλ. -βήσομαι, πηγαίνω ή στέκομαι κάτω από· μεταφ., τεσσεράκοντα πόδας ὑποβὰς τῆς ἑτέρης (πυραμίδος) τὠυτὸ μέγαθος, κτίζοντάς την σαράντα πόδια χαμηλότερη από την άλλη πυραμίδα, δηλ. την έκτισε 40 πόδια χαμηλότερη, σε Ηρόδ.· μικρὸν ὑποβάς, λίγο παρακάτω (σε βιβλίο), σε Στράβ.

Middle Liddell

fut. -βήσομαι
to go or stand under: metaph., τεσσαράκοντα πόδας ὑποβὰς τῆς ἑτέρης [πυραμίδος] τωὐτὸ μέγαθος having gone 40 feet below the like size of the other pyramid, i. e. building it 40 feet lower, Hdt.; μικρὸν ὑποβάς, a little below (in the book), Strab.