φευκτικός: Difference between revisions

44
(6_11)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φευκτικός''': -ή, -όν, ἔχων ῥοπὴν πρὸς ἀποφυγήν, τείνων νὰ ἀποφύγῃ τι, ἀντίθετον τῷ [[ὀρεκτικός]], [[μετὰ]] γεν., Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 7, 3.
|lstext='''φευκτικός''': -ή, -όν, ἔχων ῥοπὴν πρὸς ἀποφυγήν, τείνων νὰ ἀποφύγῃ τι, ἀντίθετον τῷ [[ὀρεκτικός]], [[μετὰ]] γεν., Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 7, 3.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φευκτός]]<br />αυτός που έχει την [[τάση]] να αποφεύγει κάποιον ή [[κάτι]].
}}
}}